- λατίνι
- Τριγωνικό πανί των ιστιοφόρων. Βλ. λ. ιστία ή πανιά.
* * *το1. τριγωνικό ιστίο παλαιών ιστιοφόρων2. συνεκδ. λατινάδικο, πλοιάριο με τριγωνικά ιστία3. μτφ. είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται από αλεύρι, λάδι και μέλι, αλλ. φοινίκι, μελομακάρουνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. (vela) latina «(πανί) λατινικό»].
Dictionary of Greek. 2013.